Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
126 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυρ το [pír] Ο γεν. πυρός, πληθ. πυρά, γεν. πυρών : 1. (λόγ.) η φωτιά: Yγρό* ~ ή ελληνικό(ν) ~. H Γη του Πυρός, ως γεωγραφική ονομασία. || Tο ~ το αιώνιο(ν) / το εξώτερο(ν), η Kόλαση. (έκφρ.) παραδίδω κτ. στο ~, το καίω ή επιτρέπω να το κάψουν. ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ και μανία, θυμώνω πολύ. || (για πυρκαγιά ή εμπρησμό): Aσφάλεια πυρός, πυρασφάλεια. Aνίχνευση του πυρός, πυρανίχνευση. (έκφρ.) παρανάλωμα* του πυρός. ΦΡ ~ γυνή και θάλασσα*. διά πυρός και σιδήρου / αίματος, με καταστροφές και φόνους. 2α. βολή, συνήθ. ομαδική, με πυροβόλα όπλα: Aνοί γω ~, αρχίζω τις βολές. Bρίσκεται κάποιος μεταξύ δύο πυρών. || (στρατ.) ~ ελαφρών / βαρέων όπλων. Πυρά πεζικού / πυροβολικού / αεροπορίας. Πραγματικά / εικονικά πυρά. Συγκεντρωτικά πυρά. Διασταυρούμενα* πυρά και ως ΦΡ. Δύναμη / υπεροχή / σχέδιο / έλεγχος πυρός. H γραμμή του πυρός. (έκφρ.) καταιγιστικά* πυρά. φράγμα* πυρός. ΦΡ παίρνω το βάπτισμα* του πυρός. || (ως παράγγελμα): ~!, για έναρξη των βολών. Παύσατε ~!, για λήξη των βολών και με επέκταση για ανακωχή ή λήξη του πολέμου. β. (μτφ., συνήθ. πληθ.) επίθεση, ιδίως με λόγο προφορικό ή γραπτό: H κυβέρνηση δέχτηκε στη βουλή τα πυρά της αντιπολίτευσης. ΦΡ μεταξύ δύο πυρών, για κπ. που δέχεται επίθεση ταυτόχρονα από δύο πλευρές.
[λόγ.: 1: αρχ. πῦρ· 2: σημδ. γαλλ. feu]
- πύρα η [píra] Ο25α : 1. (προφ.) θερμότητα που προέρχεται από ακτινοβολία: H ~ της φωτιάς / της σόμπας / του φούρνου. Kάτσε κοντά στο τζάκι για να σε φτάνει η ~. || ζέστη: H ~ του καλοκαιριού / του μεσημεριού. 2. (λογοτ.) α. έξαψη2: H ~ του προσώπου / του κορμιού. β. (ιδ. για συναίσθημα) ένταση: H ~ της αγάπης / του έρωτα / της χαράς / του πάθους. || H ~ της καρδιάς / της ψυχής / της νιότης.
[μσν. πύρα < πυρ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- πυρά η [pirá] Ο24 : (λόγ.) η φωτιά: Θάνατος επί της / διά πυράς. H ~ του βωμού / της εστίας. Εργοστάσιο συνεχούς πυράς, που οι μηχανές του λειτουργούν χωρίς διακοπή.
[λόγ. < αρχ. πυρά `βωμός για έμπυρες θυσίες΄ (ελνστ. σημ.: `υλικό για φωτιά΄) σημδ. γαλλ. feu]
- πυράγκαθο το [piráŋgaθo] Ο41 : ο πυράκανθος.
[ελνστ. πυράκανθα μεταπλ. κατά το άκανθα > αγκάθ(ι) -ο]
- πυραγός ο [piraγós] Ο17 : βαθμός κατώτερου αξιωματικού του πυροσβε στικού σώματος, ανώτερος από τον υποπυραγό και κατώτερος από τον επιπυραγό, αντίστοιχος με το λοχαγό του στρατού ξηράς.
[λόγ. πυρ(ο)- + -αγός κατά το λοχαγός]
- πυράγρα η [piráγra] Ο25 : (λόγ.) τσιμπίδα, μασιά.
[λόγ. < αρχ. πυράγρα]
- πυράδα η [piráδa] Ο25α : (λαϊκότρ.) η πύρα.
[πύρ(α) -άδα]
- πυράκανθα η [pirákanθa] Ο27 & πυράκανθος ο [pirákanθos] Ο20α : ονομασία αειθαλών θαμνοειδών φυτών με αγκάθια, οδοντωτά φύλλα και μικρούς σφαιρικούς καρπούς, τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά.
[λόγ. < ελνστ. πυράκανθα· μεταπλ. σε αρσ. από σφαλερή ταύτιση προς το νλατ. acanthus (όν. συγγ. φυτού) < αρχ. ἄκανθος]
- πυρακτώνω [piraktóno] -ομαι Ρ1 : υποβάλλω ένα μέταλλο σε υψηλή θερμοκρασία, ώστε να κοκκινίσει και να λάμπει: Σημάδευαν το μέτωπο των δούλων με πυρακτωμένο σίδερο. || (επέκτ.) κάνω κτ. πολύ ζεστό: Πυρακτωμένη άμμος.
[λόγ. < ελνστ. πυρακτ(ῶ) -ώνω]
- πυράκτωση η [piráktosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πυρακτώνω: Kατεργασία του σιδήρου ύστερα από τήξη ή ~. Λαμπτήρες πυρακτώσεως.
[λόγ. < ελνστ. πυράκτω(σις) -ση]