Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πρόσκαιρος -η -ο [próskeros] Ε5 : 1. που διαρκεί λίγο χρόνο, προσωρινός. ANT μόνιμος: Ελαφρές κατασκευές πρόσκαιρου χαρακτήρα. H συμφωνία που επιτεύχθηκε ήταν πρόσκαιρη και εύθραυστη. 2. που παρέρχε ται σύντομα, παροδικός. ANT σταθερός: Ο καιρός θα σημειώσει μια πρόσκαιρη βελτίωση. Επιδιώκει τις πρόσκαιρες απολαύσεις. Ο τραγουδιστής είχε μια πρόσκαιρη επιτυχία και μετά εξαφανίστηκε. || (νομ.) Πρόσκαιρη κάθειρξη, ποινή που επιβάλλεται σε κακουργήματα και συνεπάγεται στέρηση της ελευθερίας για πέντε ως είκοσι χρόνια. || (αστρον.) Πρόσκαιροι αστέρες, που παρουσιάζονται αιφνιδίως στο στερέωμα και με την πάροδο του χρόνου εξασθενούν και εξαφανίζονται.
πρόσκαιρα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. πρόσκαιρος]