Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πρωτοσέλιδος
1 item total
πρωτοσέλιδος -η -ο [protoséliδos] Ε5 : (για κείμενο, φωτογραφία κτλ.) που βρίσκεται στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας: Οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι. Πρωτοσέλιδο άρθρο. || (ως ουσ.) το πρωτοσέλιδο: Kάνω πρωτοσέλι δο ένα θέμα, το προβάλλω βάζοντάς το στην πρώτη σελίδα.

[λόγ. πρωτο- + σελιδ- (δες σελίδα) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go