Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πρωτοσέλιδος -η -ο [protoséliδos] Ε5 : (για κείμενο, φωτογραφία κτλ.) που βρίσκεται στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας: Οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι. Πρωτοσέλιδο άρθρο. || (ως ουσ.) το πρωτοσέλιδο: Kάνω πρωτοσέλι δο ένα θέμα, το προβάλλω βάζοντάς το στην πρώτη σελίδα.
[λόγ. πρωτο- + σελιδ- (δες σελίδα) -ος]