Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προϋπόθεση
1 εγγραφή
προϋπόθεση η [proipóθesi] Ο33 : 1. απαραίτητος όρος ή συνθήκες που πρέπει να εξασφαλιστούν εκ των προτέρων, για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί κτ.: Δεν υπάρχουν οι οικονομικές προϋποθέσεις για την εκτέλεση ενός τόσο μεγάλου έργου. Aπαραίτητη / βασική ~, για να πετύχεις ως δάσκαλος, είναι να αγαπάς τα παιδιά. Δέχομαι να αναλάβω τη διοίκηση της εταιρείας με / υπό την ~ ότι θα έχω απόλυτη ελευθερία δράσεως. 2. για κτ. που λαμβάνω ως δεδομένο για να συναγάγω ένα συμπέρασμα, για να στηρίξω ένα επιχείρημα, μια άποψη κτλ.: Ξεκινάς από μια εσφαλμένη ~.

[λόγ. προϋπο(θέτω) -θε(σις) > -ση κατά το σχ.: θέτω - θέσις μτφρδ. γαλλ. présupposition]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες