Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προσπαθώ [prospaθó] Ρ10.9α : βάζω σε ενέργεια, διαθέτω όλες τις σωματικές, πνευματικές ή ψυχικές δυνάμεις μου για να πετύχω κτ.: Ο αθλητής προσπάθησε να φτάσει πρώτος στο τέρμα. ~ να λύσω το πρόβλημα, όμως δεν τα καταφέρνω. Mάταια ~ να τον μεταπείσω. ~ να βελτιώσω το χαρακτήρα μου. || επιχειρώ να κάνω κτ., σχεδιάζω ή αρχίζω να κάνω κτ.· αποπειρώμαι: Προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν / να τον συκοφαντήσουν.
[λόγ. < ελνστ. προσπαθῶ `νιώθω παράφορη αγάπη΄]