Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- προβληματική η [provlimatikí] Ο29 : 1. σύνολο προβλημάτων, ιδεών, ερωτημάτων που αναφέρονται σε ένα θέμα, σε ένα πεδίο ή σε μια περιοχή της σκέψης: Ο συγγραφέας ανέπτυξε την ~ του για τη σύγχρονη λογοτεχνία. Οι επί μέρους σκέψεις εντάχθηκαν σε μια ευρύτερη ~. 2. ο τρόπος, η συλλογιστική που χρησιμοποιεί κάποιος για να θέσει, να προσεγγίσει ένα πρόβλημα: H ~ που ακολουθείται στην προσέγγιση του θέματος είναι πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα.
[λόγ. < γαλλ. problématique (στη νέα σημ.) (-ique = -ική) < υστλατ. problematicus < αρχ. προβληματικός `σχετικός με πρόβλημα΄]
- προβληματικός -ή -ό [provlimatikós] Ε1 : που έχει, που παρουσιάζει πολλά προβλήματα, πολλές δυσκολίες: H σχέση του ζευγαριού είναι προβληματική. Οι προβληματικές περιοχές της χώρας χρειάζονται ιδιαίτερη ενίσχυση. Οι έντονες διαφωνίες δημιούργησαν προβληματική κατάσταση στις διαπραγματεύσεις. || (προφ.): Tο ψυγείο ήταν απ΄ την αρχή προβληματικό. || (οικον.): Προβληματικές επιχειρήσεις και ως ουσ. οι προβληματικές, βιομηχανικές ή εμπορικές επιχειρήσεις (δημόσιες ή ιδιωτικές), που αδυνατώντας να ανταποκριθούν στις οικονομικές ή σε άλλες υποχρεώσεις τους, παρουσιάζουν έντονα προβλήματα επιβίωσης. || (ιατρ.): Προβληματικά παιδιά, με διανοητικά ή με κινητικά προβλήματα και με αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης. || (ψυχ.): Προβληματικά άτομα, με δυσκολίες ισορροπίας και προσαρμογής στο στενότερο ή στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. || (επέκτ.) αβέβαιος, αμφίβολος (ως προς την έκβαση ή την εξέλιξη): H εκτίμηση της διεθνούς κατάστασης είναι προβληματική. H συνέχιση των συζητήσεων / η επίτευξη συμφωνίας κατέστη προβληματική. || (φιλοσ., λογ.): Προβληματικές κρίσεις / προτάσεις, στις οποίες η κατάφαση ή η άρνηση παρουσιάζονται απλώς ως δυνατές, π.χ. «Ίσως / δεν αποκλείεται να κατοικείται ο Άρης».
προβληματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. προβληματικός `σχετικός με πρόβλημα΄ σημδ. γαλλ. problématique & αγγλ. problem (δες στο προβληματική)]
- προβληματικότητα η [provlimatikótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του προβλη ματικού. 2. η ύπαρξη πολλών και δύσκολων προβλημάτων, η προβληματική κατάσταση.
[λόγ. προβληματικ(ός) -ότης > -ότητα]