Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πριαπισμός
1 item total
πριαπισμός ο [priapizmós] Ο17 : παρατεταμένη στύση του πέους ως ένδειξη διαρκούς και έντονης ερωτικής διάθεσης. || (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από παρατεταμένες και συχνά επώδυνες στύσεις χωρίς την ύπαρξη ερωτικής επιθυμίας: Πάσχει από πριαπισμό.

[λόγ. < ελνστ. πριαπισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go