Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πουλάω [puláo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. παραχωρώ, μεταβιβάζω την κυριό τητα ενός οικονομικού αγαθού (εμπορεύματος, δικαιώματος κτλ.) σε κπ. άλλο έναντι καταβολής ενός αντιτίμου. ANT αγοράζω: Πούλησα το αυτοκίνητο / το σπίτι / το χωράφι / τις μετοχές μου. Πούλησαν τα δικαιώμα τα / τα ποσοστά τους. Aναγκάστηκε να πουλήσει τα κοσμήματά της για να μπορέσει να ζήσει. H δημόσια επιχείρηση πουλήθηκε σε ιδιώτες. Mου πούλησαν ένα ελαττωματικό ρολόι. Πούλησα ένα οικόπεδο κι αγόρασα ένα διαμερισματάκι. ΦΡ λίγα πουλά και πολλά αγοράζει*. σε πουλάει και σ΄ αγοράζει*. πουλάει κάποιος τη μάνα* του. α. (κυρ. στον ενεστ.) διαθέτω κτ. προς πώληση: Πουλάει λαχεία στους δρόμους. Mήπως ξέρετε πόσο πουλιέται αυτό το σπίτι; Πουλιούνται οικόπεδα. Θα βάλω αγγελία ότι ~ το αυτοκίνητό μου. β. διαθέτω ένα εμπόρευμα στην αγορά, εμπορεύομαι: ~ φτηνά / ακριβά / χοντρικώς / λιανικώς / τοις μετρητοίς / με πίστωση / με έκπτωση / με δόσεις / με γραμμάτια / σε τιμή κόστους. Πουλάει ρούχα σε τιμή ευκαιρίας. || (έκφρ.) πουλάει προστασία*. γ. (παθ. στο γ' προσ.) για κτ. που έχει ζήτηση, που αγοράζεται: Οι δίσκοι / τα βιβλία τσέπης πουλιούνται (πολύ). || Tο βιβλίο πούλησε χίλια αντίτυπα, αγοράστηκε, διατέ θηκε σε χίλια αντίτυπα. ΦΡ κάποιος ή κτ. πουλάει, έχει μεγάλη επιτυχία. 2. παραχωρώ κτ. σε κπ. τρίτο έναντι χρημάτων ή άλλων ανταλλαγμάτων: Πούλησε σε αντίπαλη χώρα κρατικά μυστικά. Ο Hσαύ πούλησε τα πρωτοτόκιά του για ένα πιάτο φακή. ΦΡ πουλώ την ψυχή μου στο διάβολο, δε διστάζω να μεταχειριστώ κάθε μέσο, να πληρώσω οποιοδήποτε αντίτι μο για να πετύχω κτ. ~ ακριβά το τομάρι* / το πετσί* μου. α. θέτω τον εαυτό μου, τις υπηρεσίες μου στη διάθεση κάποιου άλλου έναντι ανταλλαγμάτων, εξαγοράζομαι, δωροδοκούμαι: Δυο παίκτες κατηγορήθηκαν ότι πούλησαν το παιχνίδι (στην αντίπαλη ομάδα). Ο διαιτητής / ο δικαστής ήταν πουλημένος. β. προδίδω, εγκαταλείπω: Πούλησε την πατρίδα / τους φίλους / τους συντρόφους του. 3. (μτφ., προφ.) α. εξαπατώ κπ., αθετώ υπόσχεση: Είχαμε ραντεβού μαζί του αλλά μας πούλησε και δεν ήρθε. ΦΡ ~ φύκια* για μεταξωτές κορδέλες. β. (κυρ. σε ΦΡ και εκφράσεις) προβάλλω έντονα κτ. που (ισχυρίζομαι, προσποιούμαι ότι) διαθέτω: ~ εξυπνάδα* / αγριάδα* / πνεύμα*. ~ μούρη, κάνω τον έξυπνο, το σπουδαίο. ~ παραμύθι*. ΦΡ σε ποιον τα πουλάς αυτά;, ποιον προσπαθείς να ξεγελάσεις; ~ φούμαρα, λέω λόγια κενά περιεχομένου, αναληθή.
[μσν. πουλώ < αρχ. πωλῶ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] ) και μεταπλ. -άω]