Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πορνογραφία η [pornoγrafía] Ο25 : περιγραφή, αναπαράσταση, με λόγο ή / και με εικόνα, σεξουαλικών πράξεων, με μονόπλευρο και υπερβολικό τονισμό των γενετήσιων στοιχείων και με υποβάθμιση (ή και αποκλεισμό) των ψυχικών, συναισθηματικών και συντροφικών πλευρών της σεξουαλικότητας: Παραγωγή / εξάπλωση / διάδοση / άνθηση της πορνογραφίας. H ~ δεν είναι τέχνη. || το προϊόν της πορνογραφίας, το πορνογράφημα: Aυτό το μυθιστόρημα είναι ~.
[λόγ. < γαλλ. pornographie < pornograph(e) < ελνστ. πορνογράφ(ος) -ie = -ία]