Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ποινικός -ή -ό [pinikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ποινή και ειδικότερα σε αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια: Ποινικά αδικήματα / δικαστήρια. ~ νόμος / κώδικας, σύνολο διατάξεων που επιβάλλουν ποινές. Ποινική δικονομία, σύνολο νομικών κανόνων, που ρυθμίζουν τον τρόπο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. ~ (κρατούμενος), που έχει καταδικαστεί για ποινικά αδικήματα. Ποινική ρήτρα, χρηματικό πρόστιμο που καθορίζεται από την αρχή σε μια σύμβαση για την περίπτωση παράβασής της. Ποινικό μητρώο, ειδικό δελτίο στο οποίο αναγράφεται το ποινικό παρελθόν του πολίτη: Λευκό / βεβαρυμένο / πλούσιο ποινικό μητρώο. Ποινική δίωξη / αγωγή, που ασκείται εκ μέρους της πολιτείας: Aυτεπάγγελτη ποινική δίωξη. Ποινική ευθύνη, η ευθύνη που αποδίδεται σε κπ. για εγκληματικές πράξεις. Ποινικό δίκαιο, που καθορίζει τις αξιόποινες πράξεις και τις επιβαλλόμενες ποινές. || (ως ουσ.) το Ποινικό, το ποινικό δίκαιο καθώς και το αντίστοιχο μάθημα ή βιβλίο της Nομικής.
ποινικά ΕΠIΡΡ: Πράξεις ~ κολάσιμες. [λόγ. ποιν(ή) -ικός μτφρδ. γαλλ. pénal]