Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ποικιλία η [pikilía] Ο25 : 1. πλήθος διάφορων και διαφορετικών πραγμάτων, ειδών, μορφών κτλ.: ~ φαγητών / ποτών / τυριών. Tο κατάστημα διαθέτει υφάσματα σε μεγάλη ~ χρωμάτων και σχεδίων. ~ απόψεων / γνωμών / αντιδράσεων. || (έκφρ.) για ~ / (λόγ.) χάριν ποικιλίας, για αλλα γή, για αποφυγή της μονοτονίας, της ομοιομορφίας. 2. πιάτο με διάφορους μεζέδες κυρίως για ούζο. 3. (ζωολ., βοτ.) υποδιαίρεση του είδους, σύνολο οργανισμών που διαφέρουν μεταξύ τους σε επουσιώδεις ιδιότητες ή χαρακτηριστικά: ~ αγελάδων / προβάτων / μήλων / αχλαδιών. Tα ροζακιά και τα μοσχάτα είναι δύο γνωστές ποικιλίες σταφυλιών.
[λόγ. < αρχ. ποικιλία (3: σημδ. γαλλ. variété)]