Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλωτάρχης
1 εγγραφή
πλωτάρχης ο [plotárxis] Ο10 : (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από τον υποπλοίαρχο και κατώτερος από τον αντιπλοίαρχο, αντίστοιχος με τον ταγματάρχη του στρατού ξηράς.

[λόγ. < ελνστ. πλωτάρχης `οδηγός πλοίου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες