Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλοηγός ο [ploiγós] Ο17 : αυτός που πλοηγεί, που οδηγεί πλοηγίδα, πιλότος: Ο πλοίαρχος του κρουαζιερόπλοιου ζήτησε πλοηγό, για να τον οδηγήσει με ασφάλεια στο λιμάνι. || Aυτόματος ~, αυτόματος πιλότος.
[λόγ. πλο- (δες πλους) + -ηγός κατά το οδηγός]