Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πλειονοψηφία
1 εγγραφή
πλειονοψηφία η [plionopsifía] Ο25 : (λόγ.) η πλειοψηφία. ANT μειονοψηφία.

[λόγ. < ελνστ. πλειονοψηφία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες