Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: περιοδικός
1 item total
περιοδικός -ή -ό [perioδikós] Ε1 : 1. που γίνεται ή εμφανίζεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους: Περιοδικά φαινόμενα. Περιοδικοί άνεμοι. || Περιοδικές εκδόσεις, που γίνονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα· (πρβ. περιοδικό). Περιοδικές εκθέσεις. || ~ τύπος, σε αντιδιαστολή προς τον ημερήσιο, το σύνολο των περιοδικών. 2. (ειδικότ.) α. (μαθημ.) ~ αριθμός, του οποίου το δεκαδικό μέρος αποτελείται από ομάδα ψηφίων που επαναλαμβάνεται απείρως κατά την ίδια σειρά (π.χ. 1,323232…). β. (χημ.) περιοδικό σύστημα στοιχείων, το σύστημα και ο πίνακας ταξινόμησης των χημικών στοιχείων. περιοδικά & (λόγ.) περιοδικώς ΕΠIΡΡ κατά περιόδους, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα.

[λόγ. < ελνστ. περιοδικός, περιοδικῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go