Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεολειχία
1 εγγραφή
πεολειχία η [peolixía] Ο25 : (λόγ.) επαφή του πέους με το στόμα, ιδίως με τα χείλη και τη γλώσσα, με σκοπό τη διέγερση και την πρόκληση ερωτικής ηδονής.

[λόγ. πέ(ος) -ο- + αρχ. λείχ(ω) `γλείφω΄ -ία κατά το αιδοιολειχία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες