Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρακολούθηση
1 εγγραφή
παρακολούθηση η [parakolúθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρακολουθώ. 1. συστηματική παρατήρηση των κινήσεων, των δραστηριοτήτων κάποιου που γίνεται κρυφά: H ~ των υπόπτων. 2. παρατήρηση με το βλέμμα ή (και) την ακοή ενός (οργανωμένου) θεάματος ή ακροάματος, κάποιων κινήσεων ή δραστηριοτήτων: ~ ενός αγώνα / μιας εκδήλωσης / μιας εκπομπής / της εκτόξευσης δορυφόρου. 3. συμμετοχή σε κάποιες (κυρ. πνευματικές) δραστηριότητες: ~ μαθημάτων χορού / κιθάρας / ραπτικής. ~ των εργασιών μιας επιτροπής / ενός συνεδρίου. || ~ του ομιλητή. ~ των σκέψεων κάποιου. 4. συστηματική παρατήρηση με σκοπό την ενημέρωση ή την πληροφόρηση σχετικά με την εξέλιξη ή τη μεταβολή μιας κατάστασης, διαδικασίας κτλ.: ~ του ημερήσιου τύπου / της ειδησεογραφίας / ενός σίριαλ / μιας υπόθεσης / ενός ασθενή.

[λόγ. < αρχ. παρακολούθη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες