Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρά
502 εγγραφές [1 - 10]
-παραγωγός -ός / -ή -ό [paraγoγós] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη παραγωγή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βαμβακο~, καπνο~, σιτο~. || ηλεκτρο~, θερμο~, πετρελαιο~.

[λόγ. < -παραγωγός (ουσ.) ως β' συνθ. μτφρδ.: πετρελαιο-παραγωγός < αγγλ. oil producing]

πάρα [pára] & [para] στη σημ. 2β και συχνά στη σημ. 2α επίρρ. ποσ. : επιτείνει τη σημασία της λέξης που ακολουθεί. 1. προτάσσεται στο επίθετο πολύς και στο επίρρημα πολύ: ~ πολύς κόσμος. ~ πολλή δουλειά. ~ πο λύ θάρρος. ~ πολύ όμορφο. Ευχαριστώ ~ πολύ. Δούλεψε ~ πολύ σκλη ρά, αλλά τα κατάφερε. || με τη σημασία υπερβολικά πολύ, παραπάνω από ό,τι έπρεπε, προκειμένου για καταστάσεις δυσάρεστες: Δούλεψε ~ πολύ σκληρά κι έπαθε υπερκόπωση. Έφαγε ~ πολύ και βαρυστομάχιασε, έφαγε υπερβολικά πολύ ή παραέφαγε και βαρυστομάχιασε· (βλ. παρα- 2). 2. προτάσσεται σε οποιαδήποτε άλλη λέξη: α. Πέρνα την ~ άλλη εβδομάδα, την πιο άλλη, τη μεθεπόμενη εβδομάδα. Tην ~ ~ ~ άλλη εβδομάδα, την τέταρτη εβδομάδα ύστερα από αυτή που διανύουμε. Ο ~ προσπαππούλης, ο προ προπάππος. β. σε χαλαρή σύνθεση, όταν δεν υπάρχει έμφαση, σε εναλλαγή με το παρα- 2: ~ πίσω, παραπίσω. ~ πάνω, παραπάνω. || σε εκφορές με επανάληψη του ρήματος: Έχει και ~ έχει, έχει και με το παραπάνω. Θέλω και ~ θέλω, θέλω πάρα πολύ.

[< παρά 1]

παρά 1 [pará & para] πρόθ. παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν· (βλ. και παρα- 1) : συντάσσεται: I. με αιτιατική και δηλώνει: 1. αντίθεση ή εναντιότητα· αντίθετα με / προς. α. με έναρθρη αιτιατική: ~ το νόμο / τη διαταγή / τη συμφωνία. Tο έκαναν ~ τη θέλησή μου. ~ το φοβερό κρύο ήταν ελαφρά ντυμένος. || σε λόγια σύνταξη με αιτιατική χωρίς άρθρο, συνήθ. στις εκφράσεις: ~ φύσιν / φύση*. παρ΄ ελπίδα*. ~ (πάσαν) προσδοκίαν*. || παρ΄, όταν υπάρχει το όλος πριν από την έναρθρη - με επίθετο ή χωρίς επίθετο- αιτιατική: Παρ΄ όλη την καλή του διάθεση δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει, παρόλο που ήθελε, δεν μπόρεσε. Παρ΄ όλο το θάρρος που έδειξε… (έκφρ.) παρ΄ όλα αυτά, για αντίθεση προς όσα έχουν εκτεθεί προηγουμένως: Παρ΄ όλα αυτά, επιμένει. ~ ταύτα*. β. στις εκφορές ~ το ότι / παρ΄ ότι / ~ το γεγονός ότι, στη θέση αντιθετικού υποτακτικού συνδέσμου· παρόλο που, αν και: Tο ποσοστό της εγκληματικότητας αυξήθη κε, ~ το γεγονός ότι εντάθηκαν τα αστυνομικά μέτρα. Παρ΄ ότι προσπά θησε αρκετά, δεν κατάφερε να περάσει τις εξετάσεις. 2. διαφορά προς το λιγότερο, δηλαδή πόσες μονάδες υπολείπονται, για να συμπληρωθεί το σύνολο που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που προσδιορίζει: Ένα εκατομμύριο ~ χίλιες δραχμές, λείπουν χίλιες δραχμές. ~ μια μονάδα δε βγήκε πρώτη. || για την εκφώνηση της ώρας: Tο κουδούνι χτυπά στις τέσσερις ~ δέκα. Mεσάνυχτα ~ πέντε. (έκφρ.) ~ λίγο* / παρ΄ ολίγο*. ΦΡ ~ τρίχα* / γουρουνότριχα*. (στο) ~ πέντε*. ~ μία(ν) τεσσαράκοντα*. 3. χρόνο (εναλλαγή): Έρχεται μέρα ~ μέρα, μια μέρα έρχεται, μια δεν έρχε ται ή έρχεται κάθε δύο μέρες. II. σε λόγιες εκφορές: α. με αιτιατική, με την αρχική σημασία του κοντά, δίπλα: ~ πόδα* και ως ΦΡ. β. με την αρχαία δοτική έχει την έννοια του κοντά, κάτω από τη δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα κάποιου: Δικηγόρος παρ΄ Aρείω Πάγω. Yπουργός / υφυπουργός ~ τω πρωθυπουργώ*.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. παρά]

παρά 2 σύνδ. : 1. αντιθετικός· ενώνει μία αρνητική πρόταση ή έννοια με ακόλουθη καταφατική σε: α. αντίθεση με περιορισμό (συχνά μαζί με το μόνο / μοναχά), όταν στην αρνητική πρόταση υπάρχει το τίποτε, κανείς, άλλος, τίποτε άλλο, κανείς άλλος: Άλλο δε σκέφτεται ~ μόνο να φύγει μακριά, το μόνο που σκέφτεται είναι να φύγει μακριά. Δεν του απόμεινε ~ αυτή η παρηγοριά. Δεν κάναμε τίποτε ~ μόνο περιμέναμε ώρες. Άλλο δεν άκουσα ~ μια βαθιά αρμονική φωνή, άκουσα μόνο μια βαθιά αρμονι κή φωνή. Δεν έχεις ~ να μου το πεις, αρκεί μόνο να μου το πεις. || σε προτάσεις ερωτηματικές που ισοδυναμούν με αρνητικές: Ποιος μας βοήθησε ~ ο πατέρας σου;, κανένας άλλος δε μας βοήθησε παρά μόνο ο πατέρας σου. || στις εκφράσεις δεν μπορεί / δε γίνεται ~ να, εξάπαντος, οπωσδήποτε: Όλα αυτά δεν μπορεί ~ να μας κάνουν διστακτικούς, μας κάνουν οπωσδήποτε διστακτικούς. Δε γίνεται ~ να αναρωτιέσαι αν είναι αλήθεια, οπωσδήποτε αναρωτιέσαι αν είναι αλήθεια. β. απλή αντιθετική σύνδεση· αλλά: Nα μην καθίσεις ~ να φύγεις αμέσως, αλλά αντίθετα να φύγεις. Δεν κάθεται ~ τρέχει από το πρωί ως το βράδυ. Yπάρχουν προβλήματα όχι πραγματικά ~ φανταστικά. || σε ερωτηματική πρόταση που ισοδυναμεί με αρνητική: Tι κακό μάς έκανε, ~ μας βοήθησε όσο μπόρεσε;, δε μας έκανε κανένα κακό παρά μας βοήθησε όσο μπόρεσε. γ. επιδοτική αντιθετική σύνδεση με τη μορφή όχι μόνο… ~ και: Όχι μόνο στην ποίη ση ~ και στο πεζό. Όχι μόνο να μην γκρινιάζεις ~ και να λες ευχαριστώ. 2. συγκριτικός· από. α. ύστερα από επίθετο ή επίρρημα συγκριτικού βαθμού (ο β' όρος σύγκρισης μπορεί να είναι ένα μέρος του λόγου, εμπρόθε το ή πρόταση): Προτιμώ να διαβάζω ~ να γράφω. Προτιμότερος ο θάνατος ~ τέτοια ζωή. Είναι πιο όμορφα εδώ ~ εκεί. Είναι πιο πονηρός παρ΄ ό,τι φαίνεται, από όσο φαίνεται. ~ ποτέ, από οποιαδήποτε άλλη φορά στο παρελθόν: Ωραιότερη ~ ποτέ. || περισσότερο*… ~. ΠAΡ Kάλλιο πέντε και στο χέρι ~ δέκα και καρτέρει*. Kάλλιο γαϊδουρόδενε* ~ γαϊδουρογύρευε. Kάλλιο αργά ~ ποτέ. Kάλλιο πρώτος στο χωριό ~ δεύτερος στην πόλη*. || σε σύγκριση που υπολανθάνει: Έτρεμε από φόβο ~ από ντροπή, περισσότερο από φόβο παρά από ντροπή. || ~ να, αν είναι, αν πρόκειται: ~ να κάθομαι να περιμένω, καλύτερα να πηγαίνω. Kαλύτερα να χωρίσουμε ~ να μαλώνουμε. β. ύστερα από το κάθε άλλο(ς) / οποιοσδήποτε άλλος / άλλος, σε καταφατική πρόταση: Kάθε άλλο ~ ενδιαφέρουσα είναι η δουλειά του, κάθε άλλο εκτός από ενδιαφέρουσα, δεν είναι καθόλου ενδιαφέρουσα. Aν ήταν άλλος ~ εσείς δε θα το έκανα, άλλος και όχι εσείς.

[αρχ. παρά (δες παρά 1) (η συγκρ. σημ. ελνστ.)]

παρα- 1 [para] & παρ- 1 [par], συνήθ. σε παλαιότερη παραγωγή πριν από φωνήεν & παρά- [pará] ή πάρ- [pár], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα που συνήθ. δηλώνει: AI1α. (κυρίως σε επίθετα) ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκεται πλάι, κοντά σ΄ αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέ ξη: παραδουνάβιος, παραθαλάσσιος, παραμεθόριος, παραποτάμιος. || παραθέτω· παρακλάδι, παραφυάδα· παρωνυχίδα. || (ανατ., ιατρ.) παραθυρεοειδής· παρωτίτιδα. β. ενώπιον: παρελαύνω, παρέλαση. γ. παραπλεύρως, πλάγια: παρακάμπτω· (επιστ.) παρακέντηση, παροχέτευση. || (συχνά και με το εισ-) κρυφά: παρεισδύω. 2. για να δηλώσει: α. (συχνά λαϊκότρ.) βοηθητική, δευτερεύουσα ιδιότητα ή λειτουργία: παραπόρτι, παρασπίτι. β. υποκατάσταση: παραγιός, παραμάνα, παραπαίδι. γ. σύγκριση (συχνά και με το αντι-, για να ενισχυθεί η ατονημένη συγκριτική σημασία του): παραβάλλω, παραθέτω, παραβολή - αντιπαραβάλλω, αντιπαραθέτω, αντιπαραβολή. || άμιλλα: παραβγαίνω. δ. σχετική ομοιότητα: παραπλήσιος, παρόμοιος. || (ιατρ.) παρατυφοειδής. || για κτ. παρεμφερές, συμπληρωματικό: παραϊατρικός. || πάρεργο. ε. ύπαρξη και λειτουργία παράλληλη και έξω από τα πλαίσια αυτού που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παρακράτος, παραοικονομία, παρατράπεζα· παρακρατικός, παραστρατιωτικός, παρεκκλησιαστικός. II. (σε ρήματα και τα παράγωγά τους) με τη σημασία της κίνησης προς κπ., κτ. ή από κπ., κτ.: παραλαμβάνω· παραλαβή· παραδίδω, παραπέμπω· παράδοση, παραπομπή· παραδοτέος· παραπεμπτικός. III. χρόνο, συνέχιση αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: παραμένω, παρατείνω· παράταση. || παραχειμάζω. IV. εναντιότητα, έντονη αντίθεση, ασυμφωνία προς αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παράλογος, παράτυπος, παράφωνος· παρανομώ, παρασπονδώ· παρανομία, παρατυπία. || σχηματίζει το αντίθετο της πρωτότυπης λέξης: παρακμάζω, ANT ακμάζω· παράλογος, ANT λογικός. V1. παράβαση όσον αφορά αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: παραβαίνω, παρακούω, παρατιμονιά. 2. (ιατρ.) απόκλιση από την κανονική, συνήθη λειτουργία που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παραίσθηση, παράνοια, παραμνησία, παραφροσύνη. VI. σκόπιμη αλλοίωση ή μεταβολή αυτού που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παραποιώ, παραχαράσσω, παρερμηνεύω· παραποίηση, παραχάραξη, παρερμηνεία· παραχαράκτης. B. (χημ.) σε οργανικές ενώσεις: παραλδεΰδη, παραδιχλωροβενζόλιο.

[μσν. πρόθημα παρ(α)- (< αρχ. παρα-) `δευτερότερο, πολύ, πιο΄: μσν. παρα-κλάδιον, παρα-μπρός & λόγ. < αρχ. παρ(α)- < πρόθ. παρά ως α' συνθ. `πλάι σε΄ αλλά και για δήλωση του περασμένου, σύγκρισης, τροποποίησης: αρχ. παρ-άλληλοι, παρα-πλέω, παρ-έρχομαι, παρα-πείθω, παρα-τίθημι `παραθέτω΄, παρ-αλλαγή & γαλλ., διεθ. para- < λατ. para- < αρχ. παρα-: παρά-μετρος < γαλλ. para-mètre, παρα-θυρεοειδής < διεθ. para- + -thyroid & μτφρδ. παρα-στρατιωτικός < γαλλ. para-militaire, παρα-πληροφόρηση < αγγλ. misinformation, παρα-πόταμος < γερμ. Nebenfluss]

παρα- 2 & παρ- 2, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό το οποίο: 1. δηλώνει επίταση, υπερβολή, παραπάνω από αυτό που πρέπει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό· (βλ. πάρα): ~βρά ζω, ~είμαι, ~ζεσταίνω, ~κοιμάμαι, ~φορτώνω, ~χορταίνω, παρακούω. 2. σε τοπικά επιρρήμα τα: ~πάνω, ~κάτω, ~μπρός.

[< πάρα]

παραβάζω [paravázo] Ρ αόρ. παραέβαλα και παράβαλα, απαρέμφ. παραβάλει, μππ. παραβαλμένος : βάζω κτ. (τοποθετώ, εισάγω κτλ.) περισσότερο (σε ποσότητα, συχνότητα κτλ.) από όσο πρέπει: Παραέβαλες βενζίνη στο ντεπόζιτο και ξεχείλισε. Tο παράβαλα πια αυτό το φουστάνι και πρέπει να το αλλάξω, το παραφόρεσα.

[παρα- 2 + βάζω]

παραβαίνω [paravéno] -ομαι Ρ αόρ. γ' πρόσ. παρέβη, παρέβησαν, απαρέμφ. παραβεί, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : αθετώ κτ. συμφωνημένο, παραβιάζω κτ. θεσμοθετημένο: ~ συμφωνίες / νόμους / κανονισμούς / διατάξεις. Οι αντικυβερνητικοί στρατιώτες παρέβησαν τη συμφωνία για κατάπαυση του πυρός.

[λόγ. < αρχ. παραβαίνω]

παραβάλλω [paraválo] -ομαι Ρ πρτ. παρέβαλλα, αόρ. παρέβαλα, απαρέμφ. παραβάλει, παθ. αόρ. παραβλήθηκα, απαρέμφ. παραβληθεί : συγκρίνω κτ. με κτ. άλλο παραλληλίζοντάς τα, βάζοντας το ένα δίπλα στο άλλο (για να εντοπίσω, να επισημάνω ομοιότητες, διαφορές, λάθη κτλ.): ~ το χειρόγραφο με το τυπωμένο κείμενο. || παράβαλε (συντομογρ. πρβ.), για να δηλωθεί παραπομπή, κυρίως σε κείμενα: Πρβ. σελίδα 58. || παρομοιάζω: H λειτουργία της καρδιάς μπορεί να παραβληθεί με τη λειτουργία της αντλίας.

[λόγ. < αρχ. παραβάλλω]

παραβάν το [paraván] Ο (άκλ.) : συρόμενη, πτυσσόμενη (μονιμότερη ή προσωρινή) κατασκευή από ξύλο, μέταλλο, ύφασμα κτλ. που χρησιμοποιείται για να απομονώνει, να διαχωρίζει χώρους ή τμήματα χώρων: Στις βουλευτικές εκλογές η ψηφοφορία διεξάγεται πίσω από ειδικό ~. Ξεντύθηκε πίσω από ένα ~.

[λόγ. < γαλλ. paravent < ιταλ. paravento]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...51   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες