Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παπάκι το [papáki] Ο44α : I. ο νεοσσός της πάπιας. II. (προφ., οικ.) το γυναικείο κυρίως γεννητικό όργανο. III. τύπος μοτοποδηλάτου μικρού κυβισμού.
[παπ(ί), πάπ(ια) υποκορ. -άκι]