Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παν- [pan], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή οδοντικό ή συριστικό σύμφωνο ή [n] & παγ- [paŋ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από υπερωικό σύμφωνο & παμ- [pam], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από χειλικό σύμφωνο & παλ- [pal], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [l] & πάν- [pán] ή πάγ- [páŋ] ή πάμ- [pám] ή πάλ- [pál], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση. 1. επιτείνει την ιδιότητα που εκφράζει το επίθετο που υπάρχει ως β' συνθετικό σχηματίζοντας σύνθετο υπερθετικού βαθμού: ~άρχαιος, πάγκοινος, ~ευτυχής, πάλλευκος, παμμέγιστος, παμπάλαιος, πάμπολυς, παμπόνηρος. 2. καλύπτει το σύνολο των στοιχείων που συνεπάγεται το β' συνθετικό: πάνθεο, ~σπερμία, ~θεϊσμός, παγκόσμιος, παλλαϊκός, παμβαλκανικός, ~ελλήνιος.
[λόγ. < αρχ. παν- (και παγ-, παμ-, παλ- ανάλογα με το σύμφ. που ακολουθεί) < επίθ. πᾶν (ουδ. του πᾶς) `το καθένα, σύνολο από΄ ως α' συνθ.: αρχ. παν-σπερμία, παν-άθλιος, παμ-πάλαιος, πάλ-λευκος & διεθ. pan- < αρχ. παν-: παν-θεϊσμός < γαλλ. panthéisme]