Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παντόφλα η [pandófla] & παντούφλα η [pandúfla] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : ελαφρό υπόδημα, κατά κανόνα ανοικτό στο πίσω μέρος (στη φτέρνα), που το φορούν συνήθ. μέσα στο σπίτι: Mόλις είχε ξυπνήσει, φορούσε ακό μα τις πιτζάμες και τις παντόφλες.
[ιταλ. pantofola με ανομ. αποβ. του δεύτερου [o] · παλ. ιταλ. pantufola με ανομ. αποβ. του [o] κατά το παντόφλα]
- παντοφλάδικο το [pandofláδiko] & παντουφλάδικο το [pandufláδiko] Ο41 : εργαστήριο που κατασκευάζει ή κατάστημα που πουλά παντόφλες.
[παντοφλ(άς) -άδικο· επίδρ. του παντούφλα]
- παντοφλάς ο [pandoflás] Ο1 : τεχνίτης που κατασκευάζει ή έμπορος που πουλά παντόφλες.
[παντόφλ(α) -άς]