Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παμφάγος -ος / -α -ο [pamfáγos] Ε14 : 1.για ζώα που τρέφονται με ζωι κές και φυτικές τροφές, σε αντιδιαστολή προς τα σαρκοφάγα και προς τα φυτοφάγα. 2α. (προφ., ειρ.) για άνθρωπο που τρώει τα πάντα και πο λύ· (πρβ. αδηφάγος). β. (μτφ.): Παμφάγες φλόγες, που καίνε τα πάντα.
[λόγ. < αρχ. παμφάγος]