Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλμός ο [palmós] Ο17 : 1.ισχυρή παλινδρομική κίνηση· (πρβ. δόνηση, κραδασμός): ~ χορδής / ελάσματος. 2. καθεμιά από τις παλινδρομικές κινήσεις σώματος που πάλλεται: Οι παλμοί της καρδιάς, χτύποι, σφυγμοί. 3. (μτφ.): Ο ~ της συγκέντρωσης / της διαδήλωσης, ο τόνος, η ζωηρότη τα, τα συνθήματα που επικρατούν κατά τη διάρκειά της. H συγκέντρωση / διαδήλωση είχε παλμό, ένταση, ζωηρότητα. Ο ~ της εποχής, η επικαιρότητα, τα γεγονότα που τη χαρακτηρίζουν. (επιρρ. έκφρ.) με παλμό, με ζωηρότητα.
[λόγ. < αρχ. παλμός & σημδ. γαλλ. oscillation]