Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παιδεύω [peδévo] -ομαι Ρ5.2, Ρ5.1 : 1.υποβάλλω κπ. σε κόπους ή ταλαιπωρίες· καταπονώ, ταλαιπωρώ, βασανίζω, τυραννώ: Aπάντησέ μου επιτέλους· μη με παιδεύεις άλλο. || Άδικα παιδεύεσαι να τους πείσεις. Παιδεύτηκα πολύ, αλλά στο τέλος τα κατάφερα. (έκφρ.) όποιος αγαπά παιδεύει, για να δηλώσουμε ότι η αγάπη μπορεί να γίνει καταπιεστική. ΠAΡ έκφρ. αμαρτίαι γονέων* παιδεύουσι τέκνα. 2. βασανίζω σωματικά. 3. (ενεργ.) εξετάζω θέμα, πρόβλημα κτλ. με κοπιαστική, βασανιστική προσπάθεια: Aν την παιδέψεις λίγο ακόμα την ερώτηση, θα βρεις τη σωστή απάντηση. 4. (παρωχ.) διαπαιδαγωγώ.
[αρχ. παιδεύω `ανατρέφω, εκπαι δεύω΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]