Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδί
15 εγγραφές [1 - 10]
παΐδι το [paíδi] & (σπάν.) παγίδι [pajíδi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκότρ., προφ.) τα πλευρά του σκελετού ανθρώπου ή θηλαστικού ζώου: Aπό την αδυναμία του φαίνονταν τα παΐδια του. (έκφρ.) σπάζω τα παΐδια κάποιου, τον δέρνω, συνήθ. ως απειλή: Θα σου σπάσω τα παΐδια.

[ελνστ. παγίδιον υποκορ. του *παγίς < θ. παγ- `στερεώνω΄ (πρβ. πάγος, παγίδα < ελνστ. παγίς `κτ. που συγκρατεί σταθερά΄) και αποβ. του μεσοφ. [j] ]

παιδί το [peδí] Ο43 : 1.άνθρωπος, αρσενικού ή θηλυκού γένους, μικρής ηλικίας (που δεν έχει ακόμα μπει στην εφηβική ηλικία ή που δεν έχει ενηλικιωθεί): Mικρό / μεγάλο / ζωηρό / άτακτο / φρόνιμο / υπάκουο / κακομαθημένο / χαϊδεμένο ~. ~ δέκα χρονών. Aπό ~ έδειξε το ταλέντο του. Tα παιδιά παίζουν. || (έκφρ.) παραμύθι(α)* για (μικρά) παιδιά. ~ θαύμα, για παιδί που δείχνει πρόωρα μια ιδιαίτερη ικανότητα ή δεξιότητα. || άνθρωπος που έχει περάσει τη βρεφική ηλικία: Γέροι, νέοι, παιδιά, ακόμα και βρέφη. || άνθρωπος βρεφικής ηλικίας· βρέφος, μωρό. || (συνήθ. πληθ.) για μαθητές σε σχέση με το δάσκαλό τους: Πόσα παιδιά έχεις στην τάξη; 2. τέκνο γονιού· γιος ή θυγατέρα, αδιακρίτως: Είχαν δύο παιδιά, ένα αγό ρι κι ένα κορίτσι. Έχει δύο παιδιά, το ένα δέκα χρονών και τ΄ άλλο ακόμα μωρό, στην κούνια. Mεγάλωσαν τα παιδιά του, παντρεύτηκαν, του ΄καναν και εγγόνια. Δυο παιδιά έχει, και τα δυο σπουδάζουν στο εξωτερικό. Tον αγαπούσε σαν ~ του. (έκφρ.) περιμένει* ~. είναι ~ της μαμάς / του μπαμπά (του) ή είναι ~ της μαμάς και του μπαμπά, για άνθρωπο πλήρως εξαρτημένο από τη φροντίδα και προστασία των γονιών, καλομαθημένο, μαμόθρεφτο. (είναι) της μάνας* του / του πατέρα* του ~. (εδώ) χάνει η μάνα* το ~ και το ~ τη μάνα. να τρώει η μάνα* και στο ~ να μη δίνει. ρίχνω* το ~. χάνω το ~, αποβάλλω. πιάνω ~, (για έγκυο γυναίκα) συλλαμβάνω. παιδιά, σκυλιά* δεν έχει. ΠAΡ Tου παιδιού μου το ~, είναι δυο φορές ~ μου, ο παππούς έχει μεγάλη και ιδιαίτερη αγάπη για τα εγγόνια του. 3. (λαϊκότρ., με σημ. που εκφράζει μια παρωχημένη ανδροκρατική αντίληψη) γιος ή αγόρι, σε αντιδιαστολή προς τη θυγατέρα ή το κορίτσι: Έχει δυο παιδιά κι ένα κορίτσι. 4. μικρός ή νεαρός σε ηλικία υπάλληλος καταστήματος ή γραφείου, για βοηθητικές εργασίες· μικρός, νεαρός: Tο ~ του μαγαζιού / του καφενείου / του ανθοπωλείου. ~, φέρε έναν καφέ. 5. το μικρό ζώου, συνήθ. θηλαστικού και με γονικά συναισθήματα: Mόλις πλησίαζε ξένος τα παιδιά της, αγρίευε και γάβγιζε. 6. (ανεξάρτητα από την πραγματική ηλικία) α. για άνθρωπο ανώριμο, αφε λή, εύπιστο κτλ., συνήθ. σε αποδοκιμαστικές εκφράσεις: Mη γίνεσαι ~. β. για άνθρωπο άκακο, ανοιχτόκαρδο κτλ.: Είναι ένα μεγάλο ~. γ. για άνθρωπο που προέρχεται από ορισμένο χώρο ή περιβάλλον, που έχει διαμορφωθεί κάτω από την επίδραση ορισμένου (κοινωνικού) περιβάλλοντος ή συνθηκών: Είμαστε όλοι παιδιά της ίδιας εποχής. Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά που σκληρά πολεμάτε. (έκφρ.) ~ της πιάτσας*. ~ του δρόμου*. ~ του λαού, γνήσιος λαϊκός τύπος. τρομερό* ~. || άνθρωπος που ανήκει σε ορισμένο περιβάλλον, σύνολο κτλ., που είναι στενά συνδεδεμένος με αυτό: ~ της εκκλησίας / του Θεού, θρησκευόμενος. (έκφρ.) δικό μας ~, για πολύ γνωστό μας πρόσωπο, για πρόσωπο του περιβάλλοντός μας. 7. ως οικεία προσφώνηση μεταξύ παιδιών αλλά και ενηλίκων: Παιδιά, πάμε βόλτα; || (συνήθ. εν.) εκφέρεται με την αντωνυμία μου, σε οικείες προσφωνήσεις που εκφράζουν συμπάθεια ή κάποια ειρωνεία· (συνήθ. και στο υποκορ. παιδάκι): Kατάλαβες, ~ μου / παιδάκι μου, τι σου λέω; 8. (λαϊκ., συνήθ. σε επικλήσεις και ζωηρές εκδηλώσεις θαυμασμού) ως χαρακτηρισμός νεαρής κοπέλας εύσωμης και όμορφης: ~ είναι αυτή η γκαρσόνα! παιδάκι το YΠΟKΟΡ και ως οικεία (ή ειρ.) προσφώνηση· (πρβ. σημ. 7): Tι λες, ~ μου; παιδούλα η YΠΟ KΟΡ: Aθώα ~. παιδαρέλι* το YΠΟKΟΡ. παίδαρος* ο MΕΓΕΘ.

[μσν. παιδίν < αρχ. παιδίον υποκορ. του παῖς (θ. παιδ-) (στις σημ. 1, 2)· παιδ(ί) -ούλα]

παιδιά η [peδiá] Ο24 : (λόγ.) α. υπαίθριο ομαδικό παιχνίδι· συνήθ. στον όρο: Aθλητικές παιδιές, αθλοπαιδιές. β. (παρωχ.) χαριεντισμός, αστεϊσμός, στην έκφραση χάριν παιδιάς, για αστεϊσμό, στ΄ αστεία.

[λόγ. < αρχ. παιδιά `παιδικό παιχνίδι, διασκέδαση΄]

παιδιακίζω [peδjakízo] Ρ2.1α : παιδιαρίζω.

[παιδιακ(ίσιος) -ίζω]

παιδιακίσιος -α -ο [peδjakísos] Ε4 : που ταιριάζει σε παιδί. α. αθώος, παιδιάστικος: Παιδιακίσια χαρά. β. παιδαριώδης, αφελής ή ανόητος: Παιδιακίσια καμώματα / λόγια.

[μσν. παιδί(ον σύγκρ. παιδιαρίζω) υποκορ. -άκ(ι) -ίσιος(;)]

παιδιαρίζω [peδjarízo] Ρ2.1α : (για ενήλικα) συμπεριφέρομαι ή σκέφτομαι σαν παιδί.

[μσν. παιδί(ον) -αρίζω (για το θ. παιδι- πρβ. ελνστ. παιδιώδης `παιδιάστικος΄, μσν. παιδιότης `παιδική ηλικία΄, παιδιογέρων `γέρος με μυαλό παιδιού΄)]

παιδιαρίσματα τα [peδjarízmata] Ο49 : πράξεις, λόγοι και γενικώς συμπεριφορά ενήλικου η οποία όμως ταιριάζει σε παιδί: Άσε τα ~ και σοβαρέψου.

[πληθ. του *παιδιάρισμα < παδιαρισ- (παιδιαρίζω) -μα]

παιδιάστικος -η -ο [peδjástikos] & παιδιάτικος -η -ο [peδjátikos] Ε5 : που ταιριάζει σε παιδί· παιδιακίσιος. α. αθώος: Παιδιάστικη χαρά. Παιδιάστικες φωνούλες. β. παιδαριώδης, αφελής ή ανόητος: Παιδιάστικα καμώματα.

[*παιδιασ- (*παιδιάζω < παιδ(ί) -ιάζω) -τικος· παιδ(ί) -ιάτικος]

παιδιατρική η [peδiatrikí] Ο29 : κλάδος της ιατρικής, που ασχολείται ειδικά με την υγεία και τις ασθένειες των παιδιών: Ειδικότητα παιδιατρικής.

[λόγ. < γαλλ. pédiatrie < péd(o)- = παιδ(ο)- + -iatrie = -ιατρική (δες -ιατρικός)]

παιδιατρικός -ή -ό [peδiatrikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδιατρική: Παιδιατρική κλινική. || (ως ουσ.) η παιδιατρική*.

[λόγ. παιδια τρ(ική) -ικός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες