Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παγόβουνο το [paγóvuno] Ο41 : 1.τεράστιος όγκος πάγου που έχει αποσπαστεί από τους πολικούς παγετώνες και παρασύρεται από τα θαλάσσια ρεύματα και τους ανέμους προς τις θερμότερες θάλασσες: Tο μεγαλύτερο μέρος ενός παγόβουνου βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. ΦΡ η κορυφή του παγόβουνου, για γεγονός που είναι το ορα τό σημείο μιας κρίσιμης κατάστασης που δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί πλήρως: H παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου μιας χρόνιας ενδοκομματικής διαμάχης. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που καθόλου και ποτέ δε συγκινείται ερωτικά· (πρβ. ψυχρός).
[λόγ. παγοβουνόν < πάγ(ος) -ο- + βουνόν μτφρδ. αγγλ. iceberg και μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθεσης]