Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- παγοδρομία η [paγoδromía] Ο25 : άθλημα που συνίσταται στην ολίσθηση πάνω σε φυσικό ή τεχνητό πάγο, με ειδικά πέδιλα (παγοπέδιλα)· πατινάζ σε πάγο: Aσκήσεις / επιδείξεις / αγώνες παγοδρομίας. || (πληθ.) αγώνες παγοδρομίας.
[λόγ. πάγ(ος) -ο- + -δρομία μτφρδ. γερμ. Εislauf]