Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ουρανίσκος ο [uranískos] Ο18 : το επάνω εσωτερικό τοίχωμα της στοματικής κοιλότητας· υπερώα: Tο σκληρό / μαλακό τμήμα του ουρανίσκου. Ο ρόλος του ουρανίσκου στην προφορά των φθόγγων.
[λόγ. < ελνστ. οὐρανίσκος (υποκορ. του αρχ. οὐρανός)]