Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ουρανίσκος
1 item total
ουρανίσκος ο [uranískos] Ο18 : το επάνω εσωτερικό τοίχωμα της στοματικής κοιλότητας· υπερώα: Tο σκληρό / μαλακό τμήμα του ουρανίσκου. Ο ρόλος του ουρανίσκου στην προφορά των φθόγγων.

[λόγ. < ελνστ. οὐρανίσκος (υποκορ. του αρχ. οὐρανός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go