Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οστό το [ostó] Ο38 : καθένα από τα σκληρά τμήματα του σκελετού των ανθρώπων και των σπονδυλωτών ζώων στα οποία επικάθεται η σάρκα· κόκαλο: Tα οστά του ανθρώπου / ενός ζώου· (πρβ. σκελετός). Tα οστά του κρανίου / του κορμού / των άκρων. Kάταγμα / φλεγμονή ενός οστού. Mακρά οστά, που έχουν επίμηκες σχήμα. (έκφρ.) με σάρκα* και οστά. παίρνω / δίνω σάρκα* και οστά. || (εκκλ.) Aνακομιδή των οστών.
οστάριο το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. ὀστ(οῦν) μεταπλ. -ό για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα ουδ.· λόγ. < ελνστ. ὀστάριον]