Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορτύκι το [ortíki] Ο44 : αποδημητικό πτηνό που συγγενεύει με την πέρδικα και έχει νόστιμο κρέας: Φάγαμε ορτύκια στιφάδο.
[μσν. ορτύκι < αρχ. *ὀρτύκιον (πρβ. αρχ. ὀρτύγιον) υποκορ. του ὄρτυξ, ελνστ. γεν. ὄρτυκος]