Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορθογώνιος -α -ο [orθoγónios] Ε6 : 1. (μαθημ.) που σχηματίζει μία τουλάχιστον ορθή γωνία: Ορθογώνιο τρίγωνο / παραλληλόγραμμο / τραπέζιο / παραλληλεπίπεδο. || (ως ουσ.) το ορθογώνιο, το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. 2. (για σχήμα ή σώμα) που μοιάζει με ορθογώνιο παραλληλόγραμμο ή παραλληλεπίπεδο· ορθογωνικός: Ένα ορθογώνιο χωράφι / κτίριο.
[λόγ. < ελνστ. ὀρθογώνιος]