Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οπλισμός ο [oplizmós] Ο17 : 1. σύνολο από όπλα. α. τα όπλα με τα οποία είναι οπλισμένος ένας άνθρωπος, ιδίως στρατιώτης· ατομικός οπλισμός: Στρατιώτης με βαρύ / ελαφρύ οπλισμό. Ο στρατιώτης, πριν απολυθεί, πρέπει να παραδώσει τον οπλισμό του. β. τα όπλα και με επέκταση τα μηχανήματα που χρησιμοποιεί ένας στρατός: Ο ~ του πεζικού / του ιππικού. Aποθήκη οπλισμού. Εκσυγχρονίζεται ο ~ του στρατού. 2. (μτφ.) α. στοιχείο ή σύνολο από στοιχεία που, όταν τα διαθέτει κάποιος, γίνεται πιο ικανός, πιο αποτελεσματικός στις ενέργειές του: Άνθρωπος με γερό θεωρητικό οπλισμό. H αντίληψη πραγματοποιείται όχι με μία αίσθηση αλλά με ολόκληρο τον αισθητηριακό οπλισμό της συνείδησης. β. (για πργ.) πρόσθετο στοιχείο που χρησιμοποιείται για να ενισχύσει ένα υλικό: Ξύλινη κατασκευή ενισχυμένη με μεταλλικό οπλισμό. || (φυσ.): Ο ~ ενός μαγνήτη. || (μουσ.) το σύνολο των διέσεων ή υφέσεων που υπάρχουν στην αρχή του πενταγράμμου μετά το κλειδί το οποίο δείχνει σε ποια κλίμακα είναι γραμμένο το κομμάτι.
[λόγ.: 1: αρχ. ὁπλισμός· 2: & σημδ. γαλλ. armement]