Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομοφυλόφιλος -η -ο [omofilófilos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από την ομοφυλοφιλία, που επιδιώκει σεξουαλικές σχέσεις με άτομα του φύλου του: ~ άντρας. Ομοφυλόφιλη γυναίκα, λεσβία. || (ως ουσ.) ο ομοφυλόφιλος, θηλ. ομοφυλόφιλη: Δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. || που αναφέρεται στην ομοφυλοφιλία· ομοφυλοφιλικός: Ομοφυλόφιλες σχέσεις.
[λόγ. ομοφυλοφιλ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]