Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- οκτάπλευρος -η -ο [oktáplevros] & οχτάπλευρος -η -ο [oxtáplevros] Ε5 : (για γεωμετρικό σχήμα) που έχει οχτώ πλευρές. || (ως ουσ.) το οκτάπλευρο & το οχτάπλευρο, για οκτάπλευρο σχήμα.
[λόγ. < ελνστ. ὀκτάπλευρος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]