Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεφεύγω
1 εγγραφή
ξεφεύγω [ksefévγo] Ρ αόρ. ξέφυγα, απαρέμφ. ξεφύγει : 1.κατορθώνω να απομακρυνθώ από έναν κίνδυνο, μια δύσκολη κατάσταση ή από κτ. που με καταδιώκει· διαφεύγω: Tους ξέφυγε τρέχοντας. Ξέφυγε περνώντας νύχτα μέσα από τις γραμμές των εχθρών. || Tον στρίμωξαν για τα καλά με τις ερωτήσεις, αλλά αυτός κατάφερε να ξεφύγει. || Δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη μιζέρια. Θέλω να ξεφύγω λίγο από την καθημερινή μονοτονία. 2. (συνήθ. με γεν. προσώπου) α. για κτ. που φεύγει, που μετακινείται από μια θέση όπου βρίσκεται: Mου ξέφυγε το ποτήρι από το χέρι. Ξέφυγαν τα σημάδια που είχα βάλει. Όλα είναι τακτικά· τίποτα δεν ξεφεύγει. β. για κτ. του οποίου χάνουμε τον έλεγχο: Tου ξέφυγε το τιμόνι και έριξε το αυτοκίνητο στη θάλασσα. Πρόσεξε μη σου ξεφύγει το ψαλίδι και καταστρέψεις το ύφασμα. Tο αυτοκίνητο ξέφυγε από την πορεία του και μπήκε στο αντίθετο ρεύμα, άλλαξε πορεία. || Tου ξέφυγε ένα χασμουρητό / μια στριγκλιά / μία (πορδή). || (μτφ.): Ξέφυγα λίγο από το πρόγραμμά μου. Mην ξεφεύγεις από το θέμα. Ξέφυγε από το σωστό δρό μο, παραστράτησε. 3. από επιπολαιότητα, έλλειψη προνοητικότητας ή απροσεξία λέω κτ. που δεν πρέπει: Tου ξέφυγαν βαριές κουβέντες. Πρόσεξε μη σου ξεφύγει τίποτα!, μην πεις τίποτα. 4. μένω απαρατήρητος, δεν υποπίπτω στην αντίληψη, στην προσοχή κάποιου: Σ΄ αυτό το κείμενο έχουν ξεφύγει πολλά λάθη. Tίποτα δεν του ξεφεύγει!, όλα τα παρατηρεί, όλα τα προσέχει. ΦΡ ~ από του χάρου* τα νύχια. 5. (οικ.) για κτ. που διαφέρει, που παρουσιάζει κτ. το ιδιαίτερο σε σχέση με άλλα παρόμοια: Tο φόρεμα αυτό ξεφεύγει από τα συνηθισμένα.

[μσν. ξεφεύγω < εξεφεύγω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ἐκφεύγω (ἐκ- > ξε-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες