Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεκουράζω [ksekurázo] -ομαι Ρ2.1 : ANT κουράζω. 1. κάνω κπ. να αποβάλει την κούραση που αισθάνεται: Mε ξεκουράζει πολύ ο μεσημεριάτικος ύπνος. Λίγη τηλεόραση το βράδυ σε ξεκουράζει. Πήρε λίγες μέρες άδεια για να ξεκουραστεί. Ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστείς. || Σταμάτα το διάβασμα, πρέπει να ξεκουράσεις λίγο τα μάτια σου. Tα απαλά χρώματα ξεκουράζουν το μάτι. 2. βοηθώ κπ., αναλαμβάνω ένα μέρος από τις δουλειές του ή σηκώνω ένα μέρος από τα σωματικά, οικονομικά ή άλλα βάρη, με τα οποία είναι φορτωμένος: Όταν μεγαλώσεις, θα ξεκουράσεις εσύ τους γονείς σου.
[ξε- κουράζω]