Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ξίφος το [ksífos] Ο46 : αγχέμαχο όπλο με ευθύ, πλατύ και οξύ χαλύβδινο έλασμα και με μήκος μεγαλύτερο από εξήντα πόντους. || ΦΡ διασταυρώνω* το ~ μου με κπ. / διασταυρώνουν τα ξίφη τους.
ξιφίδιο το YΠΟKΟΡ το μικρό ξίφος που φέρουν με την επίσημη στολή τους οι μαθητές των παραγωγικών σχολών των ενόπλων δυνάμεων. [λόγ. < αρχ. ξίφος· λόγ. < αρχ. ξιφίδιον υποκορ. του ξίφος]