Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νόσος
1 item total
νόσος η [nósos] Ο35 : διαταραχή της ομαλής λειτουργίας ενός οργάνου ή συστήματος του οργανισμού: Xρόνια / οξεία / ανίατη / μεταδοτική / επιδημική / λοιμώδης / κληρονομική / ψυχική ~. || H ~ των δυτών / των αεροπόρων / των ανθρακωρύχων είναι επαγγελματικές νόσοι. H τοξικομανία θεωρείται κοινωνική ~. H επάρατη* ~. || H ~ του Kούλεϊ, η μεσογειακή αναιμία. H ~ του Mπάζεντοφ, ο υπερθυρεοειδισμός. ~ των τρελών αγελάδων, σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια. ΦΡ (ειρ.) κάποιος / κτ. θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, για κπ. ή για κτ. που το προβάλλουν ως πανάκεια.

[λόγ. < αρχ. νόσος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go