Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντρέπομαι [drépome] Ρ αόρ. ντράπηκα, απαρέμφ. ντραπεί : 1.αισθάνομαι συστολή και διστάζω να πω ή να κάνω κτ., γιατί φοβάμαι ότι οι άλλοι δε θα το επιδοκιμάσουν, ότι θα το θεωρήσουν ανόητο, γελοίο ή άπρε πο: H μαθήτρια ντρέπεται να μιλήσει μέσα στην τάξη. Mη με ντρέπεσαι, μίλησέ μου ελεύθερα. Nτράπηκε που την είδε γυμνή. Mην ντρέπεσαι να ζητήσεις κι άλλο φαγητό. 2. αισθάνομαι ότι δεν αξίζω την εκτίμηση και το σεβασμό των άλλων, εξαιτίας της κακής διαγωγής μου: ~ για ό,τι έκανα και ζητώ συγγνώμη. ~ και τον ίδιο τον εαυτό μου / για τη συμπεριφορά μου. ~ για σένα / για λογαριασμό σου. Θα ΄πρεπε να ντρέπεσαι που μου φέρθηκες έτσι! Σαν δεν ντρέπεσαι / ντρεπόμαστε (λέω εγώ)! || αισθάνομαι δυσάρεστα απέναντι σε κπ. για κάποια παράλειψή μου: Δεν τον συλλυπήθηκα και ~ να τον δω / τον ~. (παρατήρηση σε φιλικό τόνο) Δεν ντρέπεσαι να μην έρθεις τόσον καιρό να με δεις / να θέλεις να πληρώσεις εσύ!
[μσν. ντρέπομαι < εντρέπομαι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐντρέπομαι `σέβομαι, ντρέπομαι΄, αρχ. ενεργ. ἐντρέπω `κάνω κπ. να στρέψει τα νώτα, ντροπιάζω΄]