Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νοιάζομαι [názome] Ρ2.1β : ενδιαφέρομαι για κπ. ή για κτ. και ασχολούμαι με αυτό(ν). α. με νοιάζει: Δε νοιάζεται για κανέναν και για τίποτα, αδιαφορεί τελείως. Nα μη νοιάζεσαι για μένα, είμαι καλά. β. περιποιούμαι κπ., τον φροντίζω: Δεν τον νοιάστηκε κανείς όσο ήταν άρρωστος. Tη νοιάζεται πολύ τη μάνα του.
[μσν. εννοιάζομαι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ἔννοι(α) -άζομαι]