Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νηστεία η [nistía] Ο25 : 1α.αποχή από ορισμένες τροφές, ζωικής κυρίως προέλευσης, που επιβάλλεται για θρησκευτικούς λόγους και για ορισμένες ημέρες: Kάνω ~ για τη Σαρακοστή. Kρατώ / τηρώ / χαλώ* / καταλύω τη ~. Οι ασκητές ζουν με ~ και προσευχή. || (επέκτ., προφ.) αναγκαστική αποχή από ορισμένες απολαύσεις ή πολύ αυστηρή δίαιτα. ΦΡ ~ και προσευχή, για περίοδο που κάποιος ζει με στερήσεις και που συγχρόνως αφιερώνεται με ζήλο σε ένα έργο. β. το χρονικό διάστημα που διαρκεί η νηστεία: H ~ της Mεγάλης Εβδομάδας / της Σαρακοστής / του Δεκαπενταύγουστου. 2. αποχή από την τροφή ή περιορισμός της ποσότητας της τροφής που τρώει κάποιος.
[λόγ. < αρχ. νηστεία (ως χριστιανική αρχή ελνστ.)]