Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεράντζι
2 εγγραφές [1 - 2]
νεράντζι το [nerándzi] Ο44 : ο καρπός της νεραντζιάς, που έχει σφαιρικό σχήμα, χρώμα βαθύ πορτοκαλί και πικρόξινη γεύση: ~ γλυκό, γλυκό του κουταλιού. Mαρμελάδα ~, από νεράντζι. νεραντζάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρό νεράντζι. β. γλυκό του κουταλιού.

[μσν. νεράντζι < ναράντζι ( [a > e] ίσως από επίδρ. του [r] ) < *ναράντζιον υποκορ. του βεν. naranza `πικρό πορτοκάλι΄ (αραβ. ή περσ. προέλ.)]

νεραντζιά η [nerandzjá] Ο24 : δέντρο που ανήκει στην οικογένεια των εσπεριδοειδών και που καλλιεργείται και ως καλλωπιστικό σε δρόμους, πλατείες κτλ. νεραντζούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. νεραντζέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < νεράντζ(ι) -έα > -ιά· νεραντζ(ιά) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες