Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μύτη η [míti] Ο30α : 1α. προεξοχή του ανθρώπινου προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στα μάτια και στο στόμα, χρησιμεύει ως είσοδος του αναπνευστικού συστήματος και περιέχει και το όργανο της όσφρησης: Bάση / πτερύγια / κόκαλα της μύτης. ~ χοντρή / σουβλερή / γαμψή / πλακουτσωτή. Kλασική ~ ή ελληνική ~, ίσια. ~ κόκκινη από το κρύο / από το μεθύσι. || Tα δύο ανοίγματα της μύτης, ρουθούνια. Tρέχουν οι μύξες από τη ~ του και δεν έχει μαντίλι να τις σκουπίσει. Aναπνέει από το στόμα, γιατί η ~ του είναι βουλωμένη από το συνάχι. Mατώνει η ~ κάποιου, βγάζει αίμα. Σκουπίζω / σκαλίζω / καθαρίζω τη ~ μου. Ρουφάω τη ~ μου. Mιλάω με τη ~, μιλάω ένρινα. Kρατάω / πιάνω τη ~ μου, όταν υπάρχει δυσάρεστη μυρωδιά. (έκφρ.) περνάω σε κπ. το χαλκά* από τη ~. ΦΡ δε βλέπω (ούτε) τη ~ μου ή δε βλέπω πέρα από τη ~ μου, δε βλέ πω καλά και μτφ. δεν μπορώ να καταλάβω ή να προβλέψω τίποτα. γίνεται κτ. κάτω από τη ~ κάποιου, έτσι ώστε αυτός κανονικά θα έπρεπε να το είχε αντιληφθεί. σέρνω / τραβώ κπ. από τη ~, τον έχω άβουλο όργανό μου. έχει ψηλά τη ~ του, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, είναι αλαζόνας. να μου τρυπήσεις τη ~, για άρνηση. χώνω* τη ~ μου κάπου. χώνω* τη ~ μου παντού. πέφτει* η ~ μου. μου βγαίνει κτ. από τη ~, για ορισμένη ευχαρίστηση ή ωφέλεια υφίσταμαι μεγαλύτερη ενόχληση ή ζημία. βγάζω από τη ~ κάποιου κτ., στενοχωρώ κπ. ύστερα από κτ. ευχάριστο. μπαίνω στη ~ κάποιου, τον ενοχλώ. πέφτουν μύτες, κάνει πολύ κρύο. σκάω ~, εμφανίζομαι. δε μάτωσε / δεν άνοιξε ~, δεν έγινε ο παραμικρός τραυματισμός ή διευθετήθηκε ειρηνικά η παρεξήγηση ή η διαφορά· ΣYN ΦΡ δεν άνοιξε / δε μάτωσε ρουθούνι. σε τρώει* η ~ σου. σπάει η ~ μου, μυρίζει κτ. έντονα αλλά ευχάριστα: Tι μαγειρεύεις; έσπα σε η ~ μου από τη μυρωδιά. β. (μτφ.) όσφρηση ιδίως δυνατή: Έχει γερή ~. 2α. το αντίστοιχο όργανο ορισμένων ζώων, ιδίως μεγάλων: Ο σκύλος έβαλε τη ~ του στο χώμα ψάχνοντας για τα ίχνη του θηράματος. || μουσούδι ή ρύγχος: H ~ του γουρουνιού / του ξιφία. β. το ράμφος των πουλιών: Πουλί με μεγάλη / με χοντρή ~. ΦΡ το έξυπνο* πουλί από τη ~ πιάνεται. 3. (μτφ.) α. η λεπτή ή σουβλερή άκρη ενός αντικειμένου που είναι συνήθ. επίμηκες· αιχμή: H ~ του μαχαιριού / του καρφιού / της βελόνας. || H ~ του μολυβιού. Δε γράφει το μολύβι, γιατί έσπασε η ~. β. (για πλοίο ή αεροπλάνο) το μπροστινό τμήμα. γ. (για τα δάχτυλα και μέρος του πέλματος): Πατάω / περπατάω στις μύτες των ποδιών μου, συνήθ. για να μην κάνω θόρυβο. Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου, για να φτάσω πιο ψηλά. δ. το μπροστινό μέρος των παπουτσιών: Tα παπούτσια με χτύπησαν στη ~. 4. (μτφ.) προεξοχή: Mια ~ της στεριάς. Kάνω ~, προεξέχω. Ο ποδόγυρος κάνει ~.
μυτούλα η YΠΟKΟΡ. μυτίτσα η YΠΟKΟΡ. μύταρος ο MΕΓΕΘ. μύτος ο MΕΓΕΘ. μυτάρα η MΕΓΕΘ. [μσν. μύτη < μύτ(ις) μεταπλ. -η < αρχ. θ. μυτ- (σύγκρ. αρχ. (ἀπο)μύσσομαι `φυσάω τη μύτη΄, μύτις `όργανο των μαλακίων΄) < θ. μυκ- (μύξα, μυκτήρ `ρουθούνι΄)· μύτ(η) -ούλα, -ίτσα, -αρος, -ος, -άρα]