Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπουντρούμι το [budrúmi] Ο44 : 1. (παρωχ.) το υπόγειο. 2. (μειωτ.) α. χαρακτηρισμός για κάθε κλειστό χώρο, στενό και σκοτεινό, συνήθ. υπόγειο: Φτωχή οικογένεια που ζει σ΄ ένα ~. β. για κρατητήριο ή για φυλακή: Tα μπουντρούμια της δικτατορίας. Για την αντιστασιακή του δράση πιάστηκε και κλείστηκε στα μπουντρούμια της Γκεστάπο.
[αντδ. < τουρκ. bodrum -ι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < μσν. ιππόδρομος < ελνστ. ἱππόδρομος (επειδή είχε υπόγεια για τα θηρία)]
- μπουντρουμιάζω [budrumnázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκ.) θέτω υπό κράτηση ή γενικά φυλακίζω κπ.
[μπουντρούμ(ι) -ιάζω]