Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουτζούρα η [mudzúra] & μουντζούρα η [mundzúra] Ο25α : σκουρόχρωμος λεκές από καπνιά, μπογιά, μελάνι κτλ.: Πλύνε το πρόσωπό σου, γιατί έχει πολλές μουτζούρες. Mαθητικό τετράδιο γεμάτο μουτζούρες.
[μσν. *μουτζούρα ίσως από τα περσ. (σύγκρ. μούντζα, πρβ. τουρκ. διαλεκτ. mucur `καρβουνόσκονη΄, από τα αρμεν.)· μσν. μουντζούρα < μουτζούρα με ανάπτ. ριν. πριν από μεσοφ. [d] ]