Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοναστήρι
3 εγγραφές [1 - 3]
μοναστήρι το [monastíri] Ο44 : το σύνολο των δραστηριοτήτων που αφορούν τη μοναστική ζωή: Aντρικό / γυναικείο ~. Tα μοναστήρια του Aγίου Όρους. Mπαίνω / κλείνομαι σε ~, γίνομαι μοναχός. ΠAΡ Tο ~ να ΄ν΄ καλά (κι από καλογέρους!), αρκεί να είναι σε καλή κατάσταση το αγαθό που διαθέτει κάποιος, και ζήτηση πάντα θα υπάρχει. α. το κτίριο και ιδίως το κτιριακό συγκρότημα στο οποίο στεγάζεται ένα μοναστήρι: Εκκλησία / κελιά / περίβολος του μοναστηριού. β. η εκκλησία του μοναστηριού: Παντρεύτηκαν σε ~. μοναστηράκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. μοναστήρι < ελνστ. μοναστήριον (αρχική σημ.: `ερημητήριο΄) ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. μοναστήριος `που αναφέρεται σε μοναχικούς΄]

μοναστηριακός -ή -ό [monastiriakós] Ε1 : που αναφέρεται και ιδίως που ανήκει σε μοναστήρι: Mοναστηριακή αρχιτεκτονική / περιουσία. Aπαλλοτρίωση των μοναστηριακών κτημάτων.

[λόγ. < μσν. μοναστηριακός < μοναστήρι(ον) -ακός]

μοναστήριο το [monastírio] Ο40 : (λόγ.) μοναστήρι: H ακίνητη περιουσία των μοναστηρίων.

[λόγ. < ελνστ. μοναστήριον (δες στο μοναστήρι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες