Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονάρχης
1 εγγραφή
μονάρχης ο [monárxis] Ο10 : το φυσικό πρόσωπο στο οποίο ανήκει η εξουσία σε μια μοναρχία· (πρβ. βασιλιάς, αυτοκράτορας): Aπόλυτος ~. Συνταγματικός ~. Aιρετός / κληρονομικός ~. Ο Iσπανός / ο Σουηδός ~.

[λόγ. < ελνστ. μονάρχης (αρχ. μόναρχος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες