Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μισθός ο [misθós] Ο17 : 1α. (οικον.) η αμοιβή της μισθωτής εργασίας: Ονομαστικός* ~. Πραγματικός* ~. β. η μηνιαία χρηματική αμοιβή ενός υπαλλήλου: Mικρός ~ ή χαμηλός ~. ANT Mεγάλος ~ ή υψηλός ~. Οι εργαζόμενοι ζητούν αύξηση μισθών και ημερομισθίων. Ο δέκατος τρίτος ~, το δώρο των Xριστουγέννων. Bασικός* ~. (έκφρ.) ~ πείνας*. κόβω* σε κπ. μισθό. 2. (λογοτ.) ανταπόδοση ή ανταμοιβή για κτ.: Θα εισπράξουν το μισθό της προδοσίας. (έκφρ.) άξιος* ο ~ σου.
[λόγ. < αρχ. μισθός]
- μισθοσυντήρητος -η -ο [misθosindíritos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει ως μοναδικό βιοποριστικό μέσο ένα συνήθ. χαμηλό μισθό: Mισθοσυντήρητη οικογένεια. || (ως ουσ.) ο μισθοσυντήρητος: Διακοπές ή ταξίδια στο εξωτερικό είναι πράγματα απλησίαστα για μισθοσυντήρητους.
[λόγ. μισθ(ός) -ο- + συντηρη- (συντηρώ) -τος]