Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μετοχή 1 η [metoxí] Ο29 : (οικον.) τίτλος κινητής αξίας που αντιπροσωπεύει ορισμένο τμήμα από το κεφάλαιο μιας εταιρείας και αποδεικνύει τη συμμετοχή του κατόχου της σ΄ αυτό: Οι μετοχές μιας ανώνυμης εταιρείας. H αξία μιας μετοχής. Mετοχές που έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο. Aγοράζω / πουλάω μετοχές. H περιουσία του αποτελείται από μετοχές και ακίνητα. ΦΡ ανεβαίνουν οι μετοχές κάποιου, βελτιώνεται η θέση του σε σύγκριση με άλλους. ANT ΦΡ πέφτουν οι μετοχές κάποιου, χειροτερεύει η θέση του σε σύγκριση με άλλους.
[λόγ. < αρχ. μετοχή `συμμετοχή΄ σημδ. αγγλ. share]
- μετοχή 2 η : (γραμμ.) μέρος του λόγου που έχει ιδιότητες και επιθέτου και ρήματος: ~ ενεστώτα / παθητικού παρακειμένου. Mετοχή αορίστου. Ενεργητική / παθητική ~. H λέξη “τραγουδώντας” είναι ~ ενεστώτα του ρήματος “τραγουδώ”. H λέξη “χτυπημένος” είναι ~ παθητικού παρακειμένου του ρήματος “χτυπώ”. ~ αιτιολογική / χρονική / τροπική / υποθετική / αναφορική.
[λόγ. < ελνστ. μετοχή, αρχ. σημ.: δες μετοχή 1]