Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μετακομίζω [metakomízo] -ομαι Ρ2.1 : α. μεταφέρω την οικοσκευή μου από ένα σπίτι σε άλλο: Nοικιάσαμε καινούριο διαμέρισμα και μετακομίζουμε σε λίγες μέρες. β. αλλάζω τόπο κατοικίας: Θα μετακομίσω από την επαρχία στην πρωτεύουσα. γ. μεταφέρω: ~ τα έπιπλά μου.
[λόγ. < αρχ. μετακομίζω `μεταφέρω΄]